Τάμιλ

Τάμιλ
οι, Ν
εθνολ. λαός εγκατεστημένος, κυρίως, στη νότια Ινδία και στη Σρι Λάνκα, ο οποίος μιλά τη γλώσσα Ταμίλ, μία από τις κύριες γλώσσες τής δραβιδικής οικογένειας γλωσσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… …   Dictionary of Greek

  • Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …   Dictionary of Greek

  • κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …   Dictionary of Greek

  • κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …   Dictionary of Greek

  • κόιρ — το βοτ. ίνα που λαμβάνεται από τον καρπό τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. coir < γλώσσα Ταμίλ τής νότιας Ινδίας kayiru] …   Dictionary of Greek

  • ταώς — (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Ο αστερισμός αυτός, όπως όλοι του ημισφαιρίου αυτού, ήταν άγνωστος στην αρχαιότητα. Πρωτοαναφέρθηκε το 1603. Από τους αστέρες του ο σπουδαιότερος είναι ο ομώνυμος, που έχει δεύτερο περίπου …   Dictionary of Greek

  • Ανουρανταπούρα — (Anuradhapuraya).Πόλη (57.200 κάτ. το 2002) της Σρι Λάνκα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, πρωτεύουσα της βόρειας κεντρικής επαρχίας, σε απόσταση περίπου 165 χλμ. από την πρωτεύουσα Κολόμπο. Είναι ιερή πόλη των βουδιστών, γι’ αυτό συγκεντρώνονται σε …   Dictionary of Greek

  • Άντρα Πραντές — (Andhra Pradesh).Ομόσπονδο κράτος (275.069 τ. χλμ., 75.727.541 κάτ. το 2001) της Ινδίας, στο κεντροανατολικό τμήμα της χερσονήσου του Ντεκάν· βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης στα Α και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Ορίσα, Μάντια Πραντές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”